- αποκτώ
- 1) abrutir2) addenda3) gagner
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
Ελληνικό-Γαλλικό λεξικό. 2015.
αποκτώ — και αποχτώ όχτησα, οχτήθηκα, οχτημένος, γίνομαι κάτοχος κάποιου πράγματος, κερδίζω: Απόχτησε μεγάλη περιουσία με το εμπόριο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αποκτώ — κ. χτώ (Μ ἀποκτῶ, άω) κάνω κτήμα μου κάτι νεοελλ. αποκτώ παιδί, γεννώ μσν. γνωρίζω κάτι, εξοικειώνομαι με κάτι … Dictionary of Greek
αποκτώ — αποκτάω / αποκτώ (παρατατ. ούσα), απόκτησα και απέκτησα βλ. πίν. 58 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αναθαρρεύω — αποκτώ ή ανακτώ θάρρος, ενθαρρύνομαι, εμψυχώνομαι «σέ θωρώ κι αναθαρρεύω και τα χέρια μου χτυπώ» (Ιω. Πολέμης). [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + θαρρεύω] … Dictionary of Greek
ανακλαδώνομαι — αποκτώ, βγάζω κλαδιά, κλαδώνω, φουντώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + *κλαδώνομαι < κλαδί. Η λ. πρωτοχρησιμοποιήθηκε από τον Αγγελο Βλάχο το 1886 «ανεκλαδώθησαν σπόροι εις δένδρον»] … Dictionary of Greek
οδοντοφυώ — αποκτώ δόντια, βγάζω τα πρώτα δόντια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
κερδίζω — και κερδώ και κερδάω και κερδεύω (ΑΜ κερδίζω) [κέρδος] αποκτώ κέρδος, αποκομίζω όφελος, ωφελούμαι (α. «κέρδισα πολλά από τη φιλία μας» β. «τί κέρδισες;») νεοελλ. 1. βγάζω χρήματα, αποκτώ χρήματα από την εργασία μου («όσα κερδίζει τά σπαταλά σε… … Dictionary of Greek
πιάνω — ΝΜ 1. παίρνω κάτι με το χέρι και τό κρατώ, κρατώ, κατέχω, βαστώ (α. «να γιατρευτεί το χέρι μου, να πιάσω το σπαθί μου», δημ. τραγούδι β. «ὅταν τὴν πέρδικα ἰδεῑ, σκύπτει καὶ τὴν πιάνει», Διγ. Ακρ.) 2. μτφ. (για ασθένειες, ψυχικές καταστάσεις)… … Dictionary of Greek
κάνω — και κάμνω (AM κάμνω, Μ και κάνω) κατασκευάζω, δημιουργώ, φτειάχνω (α. «δεν τήν έκανες καλά τη βιβλιοθήκη» β. «οὐδ ἄνδρες νηῶν ἔνι τέκτονες, οἵ κε κάμοιεν νῆας ἐϋσσέλμους», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. επιχειρώ κάτι, προσπαθώ ή αρχίζω μια ενέργεια (α.… … Dictionary of Greek
προλαγχάνω — Α 1. λαμβάνω, αποκτώ κάτι με κλήρο πρώτος 2. αποκτώ κάτι ως τυχερό. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + λαγχάνω «αποκτώ με κλήρο»] … Dictionary of Greek
άρνυμαι — ἄρνυμαι (Α) 1. προσπαθώ να εξασφαλίσω ή να διασώσω 2. αποκτώ, κερδίζω 3. (με κακή σημασία) παίρνω εκδίκηση, τιμωρώ 4. εκλέγω, προτιμώ 5. μεταφέρω, ανέχομαι, σηκώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. Ασθενής βαθμίδα αρχαίου ενεστώτα με επίθημα νυ , ο οποίος έχει άμεση… … Dictionary of Greek